- ὀνομακλήδην
- ὀνομα - κλήδην: adv., calling the name, by name.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ονομακλήδην — ὀνομακλήδην (Α) (επικ. τ.) επίρρ. κατ όνομα, ονομαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. ὄνομα καλεῖν] … Dictionary of Greek
ὀνομακλήδην — calling by name indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)